- ἀβασκάνιστος
- ἀβασκάνιστος, ον,A free from malice, perh. to be read for ἀβασάν-, Plu.2.755d.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αβασκάνιστος — η, ο (Α ἀβασκάνιστος, ον) αυτός που δεν φθονείται, ο ανεπίφθονος νεοελλ. αυτός που δεν ματιάστηκε, ο αμάτιαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + *βασκανίζω < βασκανία] … Dictionary of Greek
αμάτιαστος — και ιαγος και ιαχτος, η, ο [ματιάζω] 1. αυτός που δεν ματιάστηκε, αβάσκαντος, αβασκάνιστος 2. ο μη επιδεκτικός βασκανίας, αυτός που δεν τόν πιάνει το μάτιασμα … Dictionary of Greek